- πετάσῳ
- πέτασοςbroad-brimmed felt hatmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετάσω — πέτασος broad brimmed felt hat masc nom/voc/acc dual πέτασος broad brimmed felt hat masc gen sg (doric aeolic) πετάννυμι fly aor subj act 1st sg πετάννυμι fly fut ind act 1st sg πετάννυμι fly aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) πετά̱σω , πετάω fly … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek